πεντηκοστεύεσθαι

πεντηκοστεύεσθαι
πεντηκοστεύομαι
to be charged with a tax of two per cent.
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεντηκοστεύομαι — Α [πεντηκοστή] 1. φορολογούμαι, επιβαρύνομαι με τον φόρο τής πεντηκοστής ή καταβάλλω τον φόρο τής πεντηκοστής 2. (για πράγμα) καταβάλλεται, πληρώνεται ο φόρος μου 3. α) (κατά τον Αρποκρ.) «τὴν πεντηκοστὴν πράττομαι» β) (κατά τον Φώτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”